- ὄλεθρος
- -ου + ὁ N 2 0-1-9-3-11=24 1 Kgs 13,34; Jer 28(51),55; 31(48),3.8.32ruin, destruction 1 Kgs 13,34*Jer 28(51),55 ὄλεθρον destruction-אהשׁ for MT אוןשׁ roar, rumbling noise, see also Jer 32(25),31→MM; NIDNTT; TWNT
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ὄλεθρος — ruin masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όλεθρος — ο (ΑΜ ὄλεθρος) 1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός 2. θάνατος («κτεῑναί μ οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή 2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» για … Dictionary of Greek
όλεθρος — ο καταστροφή, αφανισμός, φθορά, θάνατος, διαφθορά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀλέθρω — ὄλεθρος ruin masc nom/voc/acc dual ὄλεθρος ruin masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθροις — ὄλεθρος ruin masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρου — ὄλεθρος ruin masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρους — ὄλεθρος ruin masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρων — ὄλεθρος ruin masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρως — ὄλεθρος ruin masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλέθρῳ — ὄλεθρος ruin masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄλεθρε — ὄλεθρος ruin masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)